top of page
ΤΟ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ

Ο όρος «εκκλησία» υιοθετήθηκε από τον Χριστιανισμό μέσω των αποστολικών κειμένων για να ορίσει την πράξη ιερής και κοινωνικής συγκέντρωσης, σε ένα χώρο.

Από τον 2ο αιώνα και μετά, όταν σχηματίστηκε το θρησκευτικό τελετουργικό, αυτοί οι χώροι ήταν ιδιωτικές κατοικίες, domus ecclesiae, οι οποίες προσαρμόζονταν στις ανάγκες λατρείας. Είναι επομένως σαφές ότι η εκκλησία, ως κτίριο, μπορεί να είναι σε οποιοδήποτε μέρος, κατάλληλο για την απόδοση της πνευματικής ανάτασης, στον χώρο στον οποίο πραγματοποιείται μία ιερή λειτουργία.

Οι τοιχογραφίες στις πρώτες εκκλησίες έπαιξαν το ρόλο του οπτικού εναλφαβητισμού, λόγω του χαμηλού εκπαιδευτικού επιπέδου των πιστών, στην ανάγνωση και τη γραφή. Άλλωστε, αυτή ήταν μια μέθοδος επικοινωνίας γνωστή από τους προϊστορικούς χρόνους.

Η ιστορία της εκκλησιαστικής τέχνης και της αρχιτεκτονικής διαμορφώθηκε σε άμεση σχέση με τη λειτουργική της διαδικασία. Αυτή η διαδικασία ανέπτυξε ένα είδος ρύθμισης, έτσι ώστε να ικανοποιούνται καλύτερα οι ανάγκες της τελετουργίας και της λατρείας. Ωστόσο, οι ρυθμιστικοί κανόνες αφορούν, ανάλογα με τον τόπο του Ι. Ναού, μια κοινότητα ανθρώπων με συγκεκριμένη σύνθεση, δραστηριότητες και συμμετοχή. Επομένως, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως εντελώς σταθερές και αμετάβλητες, αλλά, αντίθετα, μεταβλητές, έτσι ώστε να πληρούν τις ανάγκες κάθε ιστορικής περιόδου, της κοινωνίας και του πολιτισμού που συνεπάγονται. Η λειτουργική διατύπωση, φυσικά, δεν μπορεί να υπόκειται σε συνεχή αλλαγή, καθώς μέσα από τα δόγματα, υπάρχει ένα πλαίσιο απαραβίαστων θέσεων που καθορίζουν την πεμπτουσία των θεολογικών αρχών που υποδηλώνουν.

Με πλήρη σεβασμό σε αυτό το πλαίσιο, το εικονογραφικό πρόγραμμα του παρεκκλησίου του Αγίου Σπυρίδωνα, διαμορφώθηκε έτσι ώστε η λειτουργική διαδικασία να περιλαμβάνει την έννοια της συμμετοχής, κάθε πιστού, μια έννοια που μεταβάλλεται σε κάθε περιοχή και εποχή. Συγκεκριμένα, ο σκοπός ήταν η σχέση μεταξύ της ιερής και της εικονογραφικής ακολουθίας να είναι συνεπής με τον ιστορικό, πολιτιστικό και κοινωνικό ιστό, στο σύγχρονο χωροχρονικό πλαίσιο.

Για το σκοπό αυτό, το εικονογραφικό πρόγραμμα συνδυάζει λειτουργικά και ιστορικά στοιχεία, εναρμονισμένα τόσο στο φυσικό όσο και στον εικονιζόμενο χώρο. Οι λατρευτικές & αφηγηματικές παραστάσεις βρίσκονται σε μία δυναμική σχέση για να εξυπηρετήσουν την πνευματική και λειτουργική ανάγκη του χώρου. Εκτός αυτού, αναδεικνύουν τον μνημειακό χαρακτήρα του ναού, καθώς και την ιστορική σημασία της περιοχής, συνδράμοντας έτσι στη συλλογική μνήμη, ένα απολύτως αναγκαίο στοιχείο για την επανένταξη του μνημείου στη σύγχρονη κοινωνία.

Στη δυτική πλευρά, στη σύνθεση της Αναστήλωσης των Εικόνων, δύο αλληλοσυνδεόμενα και διακριτά επίπεδα συμπυκνώνονται σε μία σκηνή: η αναμνηστική απεικόνιση του ιστορικού γεγονότος (Η Αναστήλωση των Εικόνων) και το θεολογικό μήνυμα του Θριάμβου της Ορθοδοξίας. Κοσμικοί  και θρησκευτικοί εκπρόσωποι της εποχής συμμετέχουν σε αυτά τα αλληλεπικαλυπτόμενα επίπεδα. Η αυτοκράτειρα Θεοδώρα, ο νεαρός Μιχαήλ, ο πατριάρχης Μεθόδιος και οι άλλες εκκλησιαστικές μορφές, αποδίδουν το δυναμισμό ενός ιστορικού γεγονότος, μέσω των εικαστικών σημειολογικών στοιχείων θρησκευτικού και πνευματικού περιεχομένου.

Στη βόρεια πλευρά, οι τρεις αφηγηματικές συνθέσεις, Θαυματουργών γεγονότων, στοχεύουν στη συλλογική μνήμη της πρόσφατης ελληνικής ιστορίας, τονίζοντας τον δυναμικό ρόλο της Ορθοδοξίας στα κοινωνικά και εθνικά ζητήματα.

Δύο συνθέσεις, με τίτλους, η Δοξολογία καιη Διάσωση Ιερομονάχων, βασίστηκαν στο έργο του Καρούσου, στη Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου Καλαβρύτων. Πρόκειται για παραστάσεις που αφηγούνται θαυματουργά γεγονότα, με έμφαση στο θρησκευτικό χαρακτήρα της Επανάστασης του 1821. 

Η πρώτη απεικόνιση του νεότερου θαύματος του Αγίου Σπυρίδωνα στοχεύει στην ενσωμάτωση αυτής της πνευματικής επιφάνειας στη σύγχρονη εποχή. Η απεικόνιση αφορά στον επαναπροσδιορισμό της σημασίας του θαύματος, στο παρόν, καθώς φέρνει τον πιστό πιο κοντά στις υπερβατικές αξίες, ιστορώντας ένα γεγονός που, χρονικά, είναι κοντινό. Από την άλλη πλευρά, ενισχύει τη συλλογική κοινωνική μνήμη και, επομένως, δημιουργεί πιο δυναμικές σχέσεις μέσα στην κοινότητα.

Εστιάζοντας στην ανάπτυξη των προϋποθέσεων εκπλήρωσης της ανάγκης για πιο άμεση επικοινωνία της θρησκείας με την κοινότητα, αλλά κυρίως στον επαναπροσδιορισμό της θρησκευτικής έννοιας στις διαφορετικές  σύγχρονες κοινωνικές συνθήκες, το εικονογραφικό πρόγραμμα του παρεκκλησίου του Αγίου Σπυρίδωνα διασφαλίζει την ουσιαστική συμμετοχή του στον αστικό και πνευματικό πολιτισμό της τρίτης χιλιετίας. 

Παρέχει, λοιπόν, μια ενότητα γνώσης, στα μέλη της κοινότητας, και όχι μόνο, η οποία σχετίζεται με τον πλούτο ενός μνημείου, ανοιχτή στον πνευματικό διάλογο και στις τρέχουσες επιταγές του κοινωνικού πλαισίου.

Για άλλη μια φορά, ίσως χρειάζεται να οικοδομηθεί αυτή η γνώση, μέσω ενός νέου, εικαστικού εναλφαβητισμού, που οδηγεί στην καλλιέργεια και την ανάπτυξη της ιστορικής συνείδησης.

bottom of page